βούλευμα

βούλευμα
Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το οποίο κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τον σκοπό αυτό. Β. χρειάζεται για όλα τα σοβαρά αδικήματα, όπως είναι τα κακουργήματα και εκείνα για τα οποία προβλέπεται προφυλάκιση του κατηγορουμένου. Το β. εκδίδεται μετά από πρόταση του εισαγγελέα η οποία δεν είναι υποχρεωτική για το συμβούλιο, όπως άλλωστε κάθε εισαγγελική πρόταση προς το δικαστήριο. Τα β. με τα οποία γίνεται παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο δικαστήριο ονομάζονται παραπεμπτικά. Υπάρχουν και τα απαλλακτικά β. που τερματίζουν μία υπόθεση, γιατί δεν υπάρχουν ενδείξεις ή επειδή οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν είναι αποχρώσες. Στην περίπτωση αυτή αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να υπάρξει κατηγορία κατά του κατηγορούμενου για την πράξη για την οποία διώκεται. Εάν δεν υπάρχει μία από τις τυπικές προϋποθέσεις της ποινικής δίωξης, όπως για παράδειγμα η έγκληση όπου απαιτείται, αν έχει γίνει ανάκληση της έγκλησης, αν έχει πεθάνει ο κατηγορούμενος, αν έχει παραγραφεί το αδίκημα κλπ., διατάσσεται με β. η οριστική παύση της δίωξης. Αν χρειάζεται συμπληρωματική έρευνα, διατάσσεται «περαιτέρω ανάκριση». Σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να πάψει προσωρινά η ποινική δίωξη. Επίσης, με β. αίρονται διαφωνίες ανάμεσα στον ανακριτή και τον εισαγγελέα για την προφυλάκιση του κατηγορούμενου κλπ., αποφασίζεται η παράταση της προφυλάκισης του κατηγορούμενου μετά το τέλος της ανάκρισης και μέχρι τη δίκη, η προσωρινή απόλυσή του με εγγύηση, η απόλυση φυλακισμένων με όρους μετά την έκτιση των 2/3 της ποινής τους και η προσωρινή απόλυση.
* * *
το (AM βούλευμα) [βουλεύω]
γνωμοδότηση
νεοελλ.
απόφαση του δικαστικού συμβουλίου μετά γραπτή πρόταση και προφορική ανάπτυξη από τον Εισαγγελέα
μσν.
συμβουλή
αρχ.
απόφαση, κρίση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βούλευμα — resolution neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλευμα — το απόφαση, γνωμοδότηση, προδικαστική απόφαση: Εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για τον κατηγορούμενο από το πλημμελειοδικείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούλευμ' — βούλευμα , βούλευμα resolution neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευματίων — βούλευμα resolution neut gen pl βουλευμάτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευμάτων — βούλευμα resolution neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύμασι — βούλευμα resolution neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύμασιν — βούλευμα resolution neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύματα — βούλευμα resolution neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύματι — βούλευμα resolution neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύματος — βούλευμα resolution neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”